λιμνάζοντα

λιμνάζοντα
λιμνάζω
form stagnant pools
pres part act neut nom/voc/acc pl
λιμνάζω
form stagnant pools
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δεσμιδιίδες — (desmidiidae).Οικογένεια μονοκυττάρων φυκιών. Είναι πράσινα, μικροσκοπικά και ζουν σε διαυγή και λιμνάζοντα γλυκά νερά. Η μεμβράνη τους αποτελείται από δύο βαλβίδες, από τις οποίες εκκρίνουν συνήθως μια βλεννώδη ουσία. Οι δ. είναι ελεύθερα… …   Dictionary of Greek

  • κυανοβακτήρια ή κυανοφύκη — Μεγάλη ετερογενής ομάδα προκαρυωτικών φωτοσυνθετικών οργανισμών. Τα κ. είχαν αρχικά ταξινομηθεί μαζί με τα φύκη, επειδή ο φωτοσυνθετικός τους μηχανισμός είναι παρόμοιος με αυτόν των χλωροπλαστών των φυκών και των ανωτέρων φυτών· ωστόσο, πλέον,… …   Dictionary of Greek

  • λιμόζη — (Limosa). Γένος πτηνών της οικογένειας των σκολοπακιδών, της τάξης των χαραδριομόρφων. Τυπικός εκπρόσωπος του γένους είναι το είδος Limosa limosa, το οποίο έχει συνολικό μήκος περίπου 50 εκ., ενώ τα 9 εκ. ανήκουν στο ράμφος. Τα μακριά πόδια του… …   Dictionary of Greek

  • έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… …   Dictionary of Greek

  • αρουραίος — Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες. Οι α. γεννούν 6 8 φορές τον χρόνο από 4 6 άτομα. Το όνομα α …   Dictionary of Greek

  • κολύμπα — η μεγάλος λάκκος με λιμνάζοντα ύδατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολύμπι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ καρύδι: καρύδ α, κουτί: κούτ α] …   Dictionary of Greek

  • κυπρίνος — (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις… …   Dictionary of Greek

  • κύπρινος — (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις… …   Dictionary of Greek

  • λειμώνας — ο (AM λειμών, ῶνος) τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῑσι», Ησίοδ.) αρχ. 1. συνεκδ. κάθε λαμπρή και ανθηρή επιφάνεια 2. το γυναικείο αιδοίο 3. στον πληθ. οἱ λειμῶνες τα άνθη 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • λιβάζω — (Α) 1. αφήνω κάτι να πέσει σε σταγόνες, σταλάζω 2. μέσ. λιβάζομαι πέφτω σταγόνα σταγόνα, στάζω 3. φρ. «γῆ λιβάζουσα» γη γεμάτη λιμνάζοντα ύδατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λίψ, λιβός «ρυάκι, ρεύμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”